κοκέτης

κοκέτης
ο, θηλ. κοκέτα
1. φιλάρεσκος
2. αυτός που ερωτοτροπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. coquet, coquette (< ρ. coqueter «κοκορεύομαι»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κοκέτης — ο θηλ. κοκέτα (λ. γαλλ.), φιλάρεσκος, αυτός που μεταχειρίζεται κάθε καλλωπιστικό μέσο για να φαίνεται ωραίος: Όταν βγαίνει έξω, τον βλέπεις πάντα κοκέτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κοκέτα — (I) και κουκέτα, η μικρό κρεβάτι σε καμπίνα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cuccetta]. (II) η βλ. κοκέτης …   Dictionary of Greek

  • κοκεταρίζομαι — και κοκετάρομαι [κοκέτης] είμαι φιλάρεσκος, καλλωπίζομαι πάρα πολύ …   Dictionary of Greek

  • φιλάρεσκος — η, ο, Ν 1. αυτός που επιθυμεί να αρέσει, που επιδιώκει να φαίνεται ωραίος, κοκέτης 2. αυτός που ενέχει φιλαρέσκεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + αρέσκω. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • φιλάρεσκος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που υπερβολικά επιθυμεί και προσπαθεί να φαίνεται ωραίος για να αρέσει, ο κοκέτης: Φιλάρεσκη γυναίκα. 2. αυτός που κρύβει φιλαρέσκεια, κοκέτικος: Φιλάρεσκο χτένισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”